καταστύφω

καταστύφω
καταστύ̱φω , καταστύφω
astringe
pres subj act 1st sg
καταστύ̱φω , καταστύφω
astringe
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταστύφω — (Α) 1. κάνω κάτι πολύ στυφό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, η, ον (για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος 3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφω «είμαι …   Dictionary of Greek

  • καταστύφοντα — καταστύ̱φοντα , καταστύφω astringe pres part act neut nom/voc/acc pl καταστύ̱φοντα , καταστύφω astringe pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένον — κατεστῡμμένον , καταστύφω astringe perf part mp masc acc sg κατεστῡμμένον , καταστύφω astringe perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένων — κατεστῡμμένων , καταστύφω astringe perf part mp fem gen pl κατεστῡμμένων , καταστύφω astringe perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένη — κατεστῡμμένη , καταστύφω astringe perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένος — κατεστῡμμένος , καταστύφω astringe perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένῳ — κατεστῡμμένῳ , καταστύφω astringe perf part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέστυψεν — κατέστῡψεν , καταστύφω astringe aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”